Σάββατο 13 Αυγούστου 2011
Φεύγοντας απ' τη Μονοβασιά
Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι˙
το δύστυχο σταχτί˙ το καπνισμένοι κίτρινο˙
ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.
Ερχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ' το πλάι˙
ξεχνάς εκείνο που 'θελες να του ζητήσεις˙ το χέρι σου
αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.
Ηταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;
Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ' εφημερίδες,
τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ω, σιωπηλή διάρκεια˙ καθόμαστε χάμου στο χώμα
μ' ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το 'να παπούτσι του δρομέα, -
κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,
κάτω απ' το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.
γιάννης ρίτσος
από κόκκινη κίσσα - poema
Ετικέτες
ποίηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Είναι ορισμένοι στίχοι-κάποτε ολόκληρα ποιήματα- που μήτε εγώ δεν ξέρω τί σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω ακόμη με κρατάει.Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς. Δεν ξέρω σου λέω. [...] Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία είναι η κορυφογραμμή της τρυφερότητας και το άρωμα του σεντονιού, του λευκού και της άνοιξης, συμπλήρωναν εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να στο εξηγήσω.(επίσης Ριτσος χωρίς πολλά σχόλια. Η Ελλάδα έχει κάποιους ανθρώπους που θα μπορεί στην αιωνιότητα να είναι ηπερήφανη γι αυτούς). (ΙΝΏ)
Δημοσίευση σχολίου